Dictionary of Greek. 2013.
σκιφύδρια — σκιφύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφύδριον — και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ξίφος) 1. μικρό ξίφος 2. η τελλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek